ἐπιδήλῳ

ἐπιδήλῳ
ἐπίδηλος
seen clearly
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιδηλώ — ἐπιδηλῶ, όω (AM) δηλώνω φανερά, καταδεικνύω …   Dictionary of Greek

  • επίδηλος — ἐπίδηλος, ον (Α) [επιδηλώ] 1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.) 2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση 3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.) 4. αυτός που μοιάζει με κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • επιδήλωσις — ἐπιδήλωσις, ἡ (AM) [επιδηλώ] δήλωση, φανέρωση …   Dictionary of Greek

  • συνεπιδηλώ — όω, Μ δηλώνω φανερά μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδηλῶ «δηλώνω φανερά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”